- τσατίλα
- ηπείραγμα, προσβολή, θύμωμα, ερεθισμός, σκασίλα: Έχω τσατίλα μ' αυτά που μου είπε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] … Dictionary of Greek
τσαντίλα — (I) η, Ν βλ. τσατίλα. (II) η, Ν 1. σάκος από ύφασμα αραιά υφασμένο, που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τού τυριού 2. συνεκδ. κάθε ύφασμα με αραιή ύφανση 3. (κατ επέκτ.) ύφασμα κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tsedilo] … Dictionary of Greek
τσάτισμα το — τσάτισμα, το ατος, και τσάντισμα, το ατος, τσατίλα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)